"ΠΑΠΑ-ΒΛΑΧΑΒΑΣ Λίγο πριν ροδίσει η αυγή"
Κριτική παρουσίαση θεατρικού έργου
Ο Ηλίας Θ. Ανδρακάκος, γεννήθηκε στην Πάνιτσα (σημερινή Μυρσίνη) της Λακωνίας το 1925. Η Μάνα, η μάνα του ήταν η Βασιλική Χαρτοκόλλη από το Δυρό. Ήσυχη και πραεία γυναίκα έδωσε σ’ αυτόν και τ’ αδέρφιά του τη λεβεντιά και την ακεραιότητα του τόπου τους έχοντας το σεβασμό στην καρδιά για το σόϊ του άντρα της και τη συναίσθηση της ευθύνης της μανιάτισσας μάνας, όπως όλες οι γυναίκες της Μάνης. Η ιδιαίτερη πατρίδα του - κάποτε κεφαλοχώρι με ημιγυμνάσιο και ειρηνοδικείο-είναι ένας τόπος που το νερό και το λάδι της φαίνεται πως έφτιαχναν τη στόφα κάποιων ξεχωριστών ανθρώπων. Οι τεράστιες βελανιδιές και τα πλατάνια, οι αγριομουριές και οι συκιές και τα κυπαρίσσια κουβέντιαζαν την ιστορία της φυλής μας και με τα δικά τους παραμύθια μεγάλωναν τα παιδιά της περιοχής που ονειρεύονταν τη ζωή από τα πέτρινα σπίτια τους με τις πολεμίστρες. Κι έτσι μόνο δικαιολογείται πώς η χαρούμενη και παιγνιώδης διάθεση που διακρίνει τους Μανιάτες σε πολλές τους αντιδράσεις και επιλογές συνδυάζεται με το τραγικό και ισορροπεί στα τραγούδια του γάμου και τα μοιρολόγια τους. Ο τόπος της καταγωγής και ο αέρας, οι φήμες της ντόπιας ιστορίας και η ιδιαίτερη ευαισθησία του, η μεγάλη οικογένεια με τα πολλά ξαδέρφια που μεγαλώνουν κι ονειρεύονται όλα μαζί κι αγαπιούνται και αναγνωρίζονται σαν να είναι πρωτοξάδερφα κι αποκτούν όλα μαζί το αίσθημα του χρέους και τους υψηλούς στόχους για τη ζωή, το ανήσυχο πνεύμα του, όλα αυτά έδωσαν στον Ηλία Ανδρακάκο την πρώτη ύλη για να πλάσει ένα χαρακτήρα κοινωνικό, φιλοσοφημένο, ανθρωπιστή. Ασχολήθηκε, κυριευμένος από έναν έρωτα μανικό, με κάθε τι ιστορικό που είχε την αρχή και το τέλος του στην ιστορία του τόπου μας με μιαν απόλυτη προσήλωση στην ελληνική επανάσταση. Η σχέση του μαζί της ήταν σαν ένα τάξιμο. Αν και ασχολήθηκε και με άλλα κομμάτια της ελληνικής πολεμικής ζωής εν τούτοις η ελληνική επανάσταση, οι ήρωες-χαρακτήρες του 1821 έμοιαζαν μοναδικοί σχεδόν έξω από τα ανθρώπινα μέτρα γι’ αυτόν και γι’ αυτό δεν τους αφοσιωνόταν και δεν τους εξιδανίκευε. Σκοπό του είχε να τους φέρει ανάμεσά μας, να μας τους γνωρίσει για να γεννηθούν καινούργιοι σαν κι αυτούς. Ο συγγραφέας έλεγε συχνά για τους αγωνιστές του 1821 καθώς τους μελετούσε: Νομίζω ότι τους ακούω να κουβεντιάζουν».
Έγραψε τον Ησαΐα των Σαλώνων, τον Ιωσήφ Προγκών, εργασίες-μελέτες για τους Υδραίους και την επανάσταση του 1821, μετέφρασε των Άσμα Ασμάτων στη νεοελληνική, συνέθεσε ένα θεατρικό έργο με θέμα: Σμύρνη 1919-1922.
Αυτή η σταθερή ευαισθησία του για γνήσιες καταστάσεις τον καθιστούσε ευαίσθητο στα μηνύματα της κοινωνικής ιστορίας του τόπου μας που δύσκολα γίνονται αντιληπτά από εκείνους που υποτάσσονται με ευκολία σε ετεροκίνητες πολιτικές ιδεολογίες. Με επίγνωση λοιπόν αυτής της δυσκολίας, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν τόσα πολλά και εντυπωσιακά ακούγονται και γράφονται στις μέρες μας, ο συγγραφέας Ηλίας Θ. Ανδρακάκος αφήνει παρακαταθήκη ένα γνήσιο υπόδειγμα έντιμης σκέψης και συνεπούς εξωτερίκευσής της, απαλλαγμένης από κάθε ίχνος υστερόβουλης προσποίησης για την υπηρέτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητας. Θεωρεί τον εαυτό του «χρεώστη» στους Σάθα, Κασομούλη, Τερτσέτη, Παπαρηγόπουλο, Κανδηλώρο, Pouqueville και άλλους μελετητές για τη δυνατότητα που του παρείχαν να παρουσιάσει το θέμα του τεκμηριωμένο ιστορικά και ειδικότερα «χρεώστης» αυτοχαρακτηρίζεται προς όσους αγάπησαν τον ΠΑΠΑ - ΒΛΑΧΑΒΑ.
Ο συγγραφέας λέει ενδεικτικά σε κάποια γραφή του: «Τους επαίνους συγκρατώ γλυκειές γεύσεις και τις επικρίσεις διδαχτικά βιώματα».
Το έργο παρουσιάστηκε στο πανελλήνιο με αφορμή τα εκατόν πενήντα χρόνια από τον Αγώνα υπό την αιγίδα της Εκκλησίας της Ελλάδας για πρώτη φορά στα 1971. Παρουσιάζεται σ’ αυτό ως κεντρικό θέμα η προσωπικότητα και η δράση του ιερέα Ευθύμιου Βλαχάβα, του Παπαθύμιου και προβάλλεται ιδιαίτερα το τραγικό του δίλημμα: Αφενός, η άσκηση της ιερατικής διακονίας χωρίς καμία ανάμιξη σε συγκρούσεις και βιαιότητες και αφετέρου, η εθνική επιταγή για τη συμμετοχή στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα της πατρίδας. Η υπόθεση του αγώνα ήταν ριζωμένη στην καρδιά του Παπαθύμιου από τα παιδικά του χρόνια, αφού η οικογένειά του, όπως και άλλοι, συμμετείχε ενεργά σε πράξεις αντικαθεστωτικές που προκαλούσαν το οθωμανικό καθεστώς σ’ ολόκληρη την κατεχόμενη Ελλάδα
Ο συγγραφέας διακρίνεται για την γοργή εξέλιξη των θεματικών στόχων του έργου του. Αυτό ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία του. Άνθρωπος αεικίνητος, με γοργή, κοφτή, παιχνιδίζουσα αλλά αποφασιστική ομιλία. Βλέμμα διεισδυτικό που προέρχεται από μυαλό διορατικό και ευθύστροφο όπως και οι χαρακτήρες που προβάλλονται στο έργο του. Απηχώντας τη δική του προσωπικότητα, το αεικίνητον, το ευθύβολο και το οξυδερκές του χαρακτήρα του δημιουργεί εναργείς σκηνές που αυτονομούνται σε 12 εικόνες και τρεις πράξεις. Ταυτοχρόνως η δραματοποίηση των θεμάτων και των καταστάσεων συντελείται όχι μόνο με τον λόγο αλλά και μέσα από αυτόν έτσι ώστε ο θεατής, ως ακροατής και δέκτης ενός λεκτικού μηνύματος να συνειδητοποιεί ότι η δράση δεν ανήκει μόνο σε μια εποχή αλλά εντάσσεται διαχρονικά σε κάθε εποχή και άνθρωπο, σε κάθε μεγάλο ανθρώπινο ζήτημα που αφορά τους πολλούς και είναι ευθύνη του ενός ή και καθενός.
Σε μια εποχή που οι χαρακτήρες ως πρότυπα λείπουν, που η τάση της κοινωνίας είναι να αναπαράγει αδύναμα ανθρώπινα όντα χωρίς αντοχή και κρίση, που η έννοια της παγκοσμιοποίησης απέχει από τα οράματα του ανθρωπισμού, που κυριαρχεί η προκρούστεια λογική της ισότητας το έργο του Ηλία Ανδρακάκου έρχεται να εγείρει τη συνείδηση μας που τελεί εν υπνώσει και ο λόγος του να παρωθήσει παιδαγωγικά μικρούς και μεγάλους προς το μεγάλο βήμα της προσωπικής αλλαγής, της αυτογνωσίας με κεντρικό άξονα εκείνον της εναντίωσης στο ευτελές και το απλοϊκό. Ο σκοπός αυτός εξυπηρετείται καλύτερα από το ότι οι χαρακτήρες του έργου του παρουσιάζονται σαφείς και ολοκληρωμένοι. Καθώς σκιαγραφούνται μέσα από λόγο ή πράξη, προβάλλονται ξαφνικά τόσο απότομα, που κόβουν την ανάσα. Συμπλέουν με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει ο ένας τη δυνατότητα με τη σειρά του να αναδεικνύεται ο άλλος. Αυτό το δύσκολο εγχείρημα διασώζεται από την κοινή τους ιστορία, το κοινό πάθος, τον κοινό κίνδυνο και τον θάνατο. Η συνείδηση του μικρού και συγχρόνως μεγάλου «σύμπαντος» που στήνει μία κοινωνία και το κάθε μέλος της με τον κοινωνικό του περίγυρο ή και την οικογένειά του για να κοσμήσει το χάος, αυτό το «ον εκ του μη όντος»!
Ο Παπά-Βλαχάβας συντάσσεται με την ομόνοια και την ενότητα, είναι ταπεινός και ευθύφρων, όταν προσευχόμενος απευθύνεται στο Θεό για να τον βοηθήσει (1), είναι αξιοπρεπής και γενναίος αφού σε κάθε ευκαιρία δηλώνει πως ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει τον έντιμο θάνατο από την ατιμωτική ζωή (2), είναι άνθρωπος αρχών πράγμα που στην εποχή μας ιδιαίτερα αναζητείται και βρίσκεται με δυσκολία (3). Ο συγγραφέας μελετά και συγκεντρώνει πληροφορίες και αισθάνεται ότι ο χαρακτήρας του Παπαθύμιου πρέπει να έχει τα προσόντα του φυσικού αρχηγού και τα χαρακτηριστικά του ηγέτη. Έτσι μέσα στο κείμενο διακρίνονται η ψυχραιμία, η οξυδέρκεια και η εντιμότητα ως χαρακτηριστικά με διαχρονική αποτίμηση.
Ο Παπαθύμιος έχει την τρυφερότητα του άντρα που προστατεύει και του ιερωμένου που σέβεται. Δεν είναι απόμακρος, δοσμένος μόνο στον αγώνα-σκοπό. Η συμπεριφορά του προς την «παπαδιά» (4) δίνει την ανθρώπινη διάσταση στα πράγματα και το ύφος που απαιτείται για να κατανοήσει ο θεατής πως τα μεγάλα πράγματα γίνονται από απλούς καθημερινούς ανθρώπους που ξέρουν να τιθασεύουν τις ανάγκες τους και να ιεραρχούν τις προσδοκίες τους. Παρουσιάζεται ανιδιοτελής κι ίσως με τα σημερινά μέτρα ονειροπόλος όταν ακούγεται να λέει: «Δεν πολεμάνε, πασά, οι παράδες, μόν’ οι ψυχές. Και τέτοιες είναι γεμάτος ο τόπος μας» (5).
Προβάλλεται η συναίσθηση του χρέους και η μετάνοια. Το τραγικό δίλημμα ως την τελευταία στιγμή. Ασυμβίβαστος δεν αποδέχεται τον σκοπό να αγιάζει τα μέσα, όσο ιερός κι αν είναι. Πονάει περισσότερο για το ασυμβίβαστο των πράξεών του παρά για την επικείμενη θανάτωσή του (6).
Η υπόθεση εξελίσσεται μέσα από τα χορικά μέρη του κειμένου όπως και στην αρχαιοελληνική τραγωδία, όπου οι ρήσεις των χορικών προωθούν τον μύθο και διατηρούνται στην καρδιά και τον νου του θεατή ανέπαφες και ενδεικτικές της ανθρώπινης δραστηριότητας και των παθών της.
Το γυναικείο στοιχείο στο έργο είναι συμβολικό. Αναδεικνύει τον άντρα-ήρωα, τον προστάτη-αρχηγό. Στο τέλος του έργου τα λόγια της Βαΐτσας είναι ένα μοιρολόι που απηχεί όλα τα δρώμενα του απλού ανθρώπου απέναντι στη μοναδικότητα του θανάτου και της ζωής, έτσι όπως συντελούνται στη ζωή του και σκιαγραφούν την συναισθηματική του ανάγκη για ταπεινοσύνη, σεβασμό προς τον Θεό του και συνέχεια της νοητής γραμμής της παράδοσής του μέσα από απλές τελετουργικές κινήσεις με ισχυρούς συμβολισμούς.
Η «έξοδος» του έργου γίνεται από τη Βαϊτσα, τη σκιά του Παπαθύμιου. Είναι το μοιρολόι που ακούγεται το σύμβολο για τη ζωή που έφυγε και κείνη που ανθίζει. Ο συγγραφέας, άνθρωπος αισιόδοξος και κοινωνικός δεν επιτρέπει να χαθεί ο μικρόκοσμος της, ως γυναίκας-συμβόλου.
Ένας γενικά αποδεκτός δείκτης ποιότητας των λογοτεχνικών και ειδικότερα των θεατρικών κειμένων είναι η δυνατότητα που παρέχουν στον αναγνώστη θεατή να εντάξει το περιεχόμενο και τον «κόσμο» τους στην περιοχή των δικών του βιωμάτων. Αυτό εδώ δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς έναν βαθμό αφαίρεσης. Στην περίπτωση δηλαδή του συγκεκριμένου θεατρικού έργου, αυτή η αφαίρεση έχει ως αποτέλεσμα την ενσάρκωση στοιχείων του ανδρικού κυρίως και ελάχιστα αλλά συμβολικά και καθοριστικά και του γυναικείου στερεοτύπου από τον Παπά-Βλαχάβα και την Βαΐτσα.
Ο Παπά-Βλαχάβας στέκει κάπου στα αχνάρια του Σωκράτη, αφού με κάθε στίχο που ο συγγραφέας τοποθετεί στα χείλη του, εκμαιεύει τη διάθεση και την απόφασή μας. Είναι ένας άνδρας κυριευμένος από τον ιερό σκοπό του κι ελεύθερος, σαν την Ελλάδα που ονειρεύεται. Καλπάζει τη ζωή του με την έπαρση του άνεμου και τα όρια της θάλασσας. Έχει μάτια μόνο για τους αγώνες του, γι’ αυτό βλέπει σ’ αυτούς τη μακριά προοπτική για τον Άνθρωπο. Με απόλυτη ευλαβικότητα, γονυπετής, προσεύχεται στο Θεό και προβάλλει το τρίπτυχο της ανθρώπινης θεότητάς του: το νου του, την αντοχή του, το χρέος του, συνθλίβει ευτελείς μικρόκοσμους με τον ευθύβολο λόγο του.
Ο κεντρικός ήρωας του έργου είναι ένας αρχέτυπος τύπος αρσενικού με ρόλο διαχρονικά ισχυροποιούμενο από την έλλειψη και τη σταδιακή εξαφάνιση των ομοίων του στην εποχή μας. Εξαφάνιση, που εύκολα διαπιστώνουμε, πως μας προέκυψε από τις σκόρπιες «φθονουργές και φονουργές» ιδεολογίες των καιρών. Οι εναπομείναντες στο είδος επιβιώνουν ως καρικατούρα του κι άτολμα συνωστίζονται στις ομάδες των ομοίων τους.
Ο συγγραφέας Ηλίας Θ. Ανδρακάκος ερμηνεύει με αποτελεσματικό λόγο μέσα από το κείμενό του τον «α- νοητό (ανόητο)» βίο μας. Κρατάει «ως λάλον ύδωρ» τον διαρκή ιστορικό λόγο ως ρόλο των φοβισμένων, των δικαίων, των αδικουμένων, των αγωνιστών, των μανάδων, των δασκάλων, των εγκλωβισμένων πολιτών. Ο Ευθύμιος Βλαχάβας ξαναγεννήθηκε από τον Ηλία Ανδρακάκο με τα υλικά της ιστορίας και της φυλής Είναι ένας θούριος με τα αρχέτυπα στοιχεία της ράτσας του: μεγαλοσύνη, λεβεντιά και ευτολμία.
Στη σκηνή ο Παπαθύμιος δεν είναι μόνο με τον ρόλο που του δίνει σε πρώτο επίπεδο ο συγγραφέας. Στο πρόσωπό του διακρίνονται όλοι όσοι αγωνίστηκαν και αγωνίζονται για το χρέος, την τιμή, το δίκαιο. Βλέπουμε από τον Λεωνίδα και τον Μιλτιάδη ως τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ή τον Παπαφλέσσα και τον Αθανάσιο Διάκο κι ακόμα καθένα που το όνομά του δεν το 'γραψαν τα σχολικά βιβλία αλλά ως τις μέρες μας νοιάζεται για την προσωπική του τιμή και μέσα από αυτήν για την αξιοπρέπεια της πατρίδας. Στο πρόσωπό του περνούν και κρατιούνται σε σειρά, μια αιμάτινη γραμμή μέσα στο χρόνο όλοι οι Έλληνες που έκαμαν σύμβολο τη θυσία για τις αρχές και τις αξίες τους. Στο πρόσωπό του σχηματίζεται το σύμβολο για την παγκόσμια ανθρώπινη σκηνή.
Και είναι φυσικό να σκεφθεί ο καθένας πως η τέχνη δεν χρειάζεται να μιμείται τη ζωή. Αρκεί να καταδεικνύει, να θίγει, να ενεργοποιεί ταυτίσεις και παραλληλισμούς, να ξυπνά συνειρμούς…
Το έργο ακολουθεί τον θεατή, όπως τα λόγια και η μορφή ενός πετυχημένου δάσκαλου τον μαθητή, όπως ένα καλό λογοτέχνημα τον αναγνώστη. Κι ο θεατής ως μαθητής αναγνώστης πορεύεται ξανά στα δικά του καθημερινά πράγματα αλλά δεν είναι ποτέ πια ο ίδιος. Ο Παπά- Βλαχάβας τον ακολουθεί.
Ο Ηλίας Ανδρακάκος, ως συγγραφέας, αλλά και συντελεστής θεατρικής παράστασης πετυχαίνει αυτό που σοφά έλεγε ο Ελύτης, να δίνουν διάρκεια στη στιγμή, έκταση στο εφήμερο και αξία στο ταπεινό αλλά ουσιώδες που διαφεύγει την προσοχή των πολλών στην τύρβη της καθημερινότητας.
Τίποτε όμως άλλο δεν μας οδηγεί σ' αυτούς που ακούμπησαν σκέψη και καρδιά στο χαρτί και μύρωσαν με τα κορμιά τους το χώρο και δώρισαν λόγο προσωπικό σε όλους εμάς, εξόν η διάθεσή μας να ταυτιστούμε και να συμπλεύσουμε.
Γι’ αυτό αναγνώστη-θεατή μου, όσο παρακολουθούμε αυτή την παράσταση ας στέκεται καθένας μας φιλόδοξος ανιχνευτής χρυσού μπροστά στις λέξεις και ας αναζητεί στις μορφές τους ενθυμήματα. Ας τις ξεκλειδώνει με τα κλειδιά της βιωματικής σχέσης, που έχει μέσα από τη νοερή γραμμή της ράτσας από τον Ησίοδο και τον Όμηρο ως τον Ελύτη, τον Σεφέρη και τον Παπαδιαμάντη- Ας αφήνεται στη «μυρωδιά του επινοημάτων του αποκαλώντας τα τρυφερά θυμητάρια». Κάθε λέξη του έργου έχει μιαν έννοια που κρύβει μέσα της όλες τις γενιές που έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο πριν από μας και τον ετοίμασαν για να ζήσουμε.
Κι όλοι μαζί εμείς, ας διατηρήσουμε το δικαίωμα να αναζητούμε καταφύγιο ονείρων μέσα από τέτοιες παραστάσεις. Ας πορευτούμε στη ζωή και τα καθημερινά της από δω κι έπειτα με τα λόγια του Παπαθύμιου: «Το μυαλό μου έχει γεμίσει από αγάπη για την Ελλάδα και δεν έχει χώρο για άλλες έγνοιες» (7).
(1). βλ. σ. 45
(2). βλ. σ. 41
(3). Βλ. σ. 47 : «Θεό στην ψυχή, φωτιά στην καρδιά και φτερά στα πόδια»
(4). Βλ. σ. 49
(5). Βλ. σ. 97
(6). Βλ. σ. 117
(7). βλ. σ. 96 του βιβλίου
Πληροφορία: Ή δεύτερη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1990.
Πληροφορία: Ή δεύτερη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου