Με αφορμή ένα βιβλίο, που ξαναδιάβασα αυτές τις μέρες για τον περίφημο Δημήτρη Μπαϊρακτάρη της εποχής του Τρικούπη δίνω τη σημασία και τη χρήση των επόμενων λέξεων:
κουτσαβάκηδες, κουτσαβάκης: λαϊκή λέξη που αποδόθηκε ως χαρακτηρισμός στους λαϊκούς μάγκες του τέλους του 19ου αιώνα κυρίως στην περιοχή Ψυρρή της Αθήνας. Το ιδιότυπο μουστάκι τους, ο τρόπος της ομιλίας τους και το ντύσιμό τους (φορούσαν μόνο το ένα μανίκι του σακκακιού για να μπορούν ελεύθερα να χρησιμοποιούν το μαχαίρι και να το κρύβουν στο ελεύθερο μανίκι), τους ταύτισαν με τους κοινωνικούς τύπους του ψευτοπαλληκαρά, του μάγκα, του νταή. Στην καθομιλουμένη αποδίδεται σε εκείνον που παριστάνει το παλληκάρι (βλ. και Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, έκδοση 1998, σ. 953).
τραμπούκοι, τραμπούκος: αποδίδεται στο πρόσωπο που πληρώνεται για να προκαλεί επισόδεια και να βιαιοπραγεί εις βάρος πολιτικών αντιπάλων. Κατ’ επέκταση χρησιοποιείται ως χαρακτηρισμός, για εκείνον τον άνθρωπο που χρησιμοποιεί βία, προκειμένου να επιβληθεί σε μια ομάδα ανθρώπων, ως συνώνυμο του νταής (βλ. και Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, έκδοση 1998, σ. 1087).
μάγκες, μάγκας: κακής σημασίας λέξη για τον άνδρα που με βαρύ και ζόρικο ύφος, συχνά επιτηδευμένο και με ανάλογες κινήσεις, με τόνο φωνής και έκφραση του προσώπου, προσπαθεί να επιβληθεί κάνοντας επίδειξη δύναμης και ανδρισμού. Είναι συνώνυμο του παλληκαρά, του νταή. Στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται και ως εύσημο για εκείνον που έχει την ικανότητα να επιτύχει ό,τι θέλει, σαν συνώνυμο του ικανού, του τολμηρού και του θαρραλέου αλλά και του καταφερτζή. Παλαιότερα, στην Αθήνα του 19ου αι. η λέξη χαρακτήριζε τον άνδρα ορισμένου κύκλου των λαϊκών στρωμάτων, μέσα στον οποίο αναγνωριζόταν ως σημαντικό πρόσωπο για την παλληκαριά, το φιλότιμο και την περηφάνια του, ενώ κατά την κρατούσα αντίληψη της εποχής ήταν συνώνυμο του νταή και του αλήτη. Η λέξη αξίζει να σημειωθεί ότι προέρχεται από τη λ. μάγκα (η) «ομάδα ατάκτων πολεμιστών επί τουρκοκρατίας» και αυτή από το λατινικό mango, δηλ «μεταπράτης, σωματέμπορος» (βλ. και Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, έκδοση 1998, σ. 1037).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου